«Εκεί που βρίσκεται σήμερα η πρώτη κολώνα του Μουσείου της Ακρόπολης λειτουργούσε παλιότερα, επί 18 συνεχή χρόνια, το κρητικό κέντρο «Αποσπερίδα». Σ΄ αυτό το κέντρο ξενυχτούσα κι εγώ επί 18 συνεχή χρόνια. Από το 1980 μέχρι και το 1998…»
Ο λυράρης Αλέκος Πολυχρονάκης έχει τον λόγο. Στο μετόχι του, όπως το χαρακτηρίζει, στο μόνιμο σπίτι του, στο Λαγονήσι, 500 μέτρα από τα νερά του Σαρωνικού, θυμάται αυτά τα 18 χρόνια, που η «Αποσπερίδα» γέμιζε ακόμη και τις καθημερινές. Νύχτες και νύχτες, δίπλα στην Ακρόπολη, στο κέντρο της Αθήνας, γεμάτες κρητική μουσική και διασκέδαση μέσα σε παραδοσιακή ατμόσφαιρα.
Ο Αλέκος Πολυχρονάκης από το 1998 και μετά δεν απόκτησε πλέον μόνιμο στέκι σαν λυράρης. Αποσύρθηκε στο Λαγονήσι, αλλά δεν σταμάτησε να εμφανίζεται, κυρίως σε γάμους στην Κρήτη, αλλά και σε κρητικά κέντρα διασκέδασης και άλλες εορταστικές εκδηλώσεις.
-Πώς είναι η ζωή σου εδώ στο μετόχι σου, όπως λες;
-«Ήσυχη και αγροτική, θάλεγα, Καλλιεργώ 1000 τετραγωνικά μέτρα, έχω τα φρέσκα λαχανικά μου, μαρούλια, κρεμμύδια, ντομάτες, έχω 100 ρίζες αγριοαγγινάρες, όλα φρέσκα, και το κυριότερο δεν έχω άγχος. Περνώ ήσυχα και ωραία, σαν συνταξιούχος πλέον, με πολλούς και καλούς φίλους παρέα»…
Στην Λεωφόρο Σουνίου, στο ύψος του 37ου χιλιομέτρου, βρίσκεται το μετόχι του Αλέκου Πολυχρονάκη. Πώς βρέθηκε εκεί;
-«Πάνε σχεδόν 30 χρόνια. Ήθελα ν΄αγοράσω εκείνη την εποχή ένα τροχόσπιτο. Το κόστος του: 1.200.000 δραχμές. Πολλά μου φανήκανε… Ενδιαφέρθηκα και για οικόπεδο. Το στρέμμα 1.200.000 δραχμές. Ίδια λεφτά. Είπα καλύτερα το οικόπεδο. Και το αγόρασα. Σε λίγο καιρό αγόρασα και το διπλανό στρέμμα με το ίδιο ποσό. Έχτισα στο ένα στρέμμα. Τ΄ άλλο τόκαμα κήπο και περβόλι».
Αγγινάρες με τσικουδιά και καλή παρέα. Κι αναμνήσεις κυρίως από τα χρόνια της «Αποσπερίδας» και τις αξέχαστες βραδιές με τον καθαρά παρεΐστικο τρόπο διασκέδασης, που τραγουδούσες και χόρευες κι έλεγες τις κουζουλάδες σου στον διπλανό σου. Ένας τρόπος διασκέδασης, που σήμερα σε κέντρα με πάνω από 200-300 άτομα, όπως γινόταν στην «Αποσπερίδα», δύσκολα συμβαίνει.
Αλέκος Πολυχρονάκης: «Αυτά τα γλέντια δεν ξαναγίνονται. Όλο το κέντρο βρισκόταν στο πόδι, όπως παλιότερα, στα γλέντια στα χωριά. Όλοι συμμετείχαν στην διασκέδαση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όλο το κέντρο,200 και 300 άτομα, ήταν μια παρέα. Συχνά οι καρέκλες δεν έφταναν και ο επισκέπτης χρησιμοποιούσε ακόμη και καφάσια, για να καθίσει σε κάποια γωνιά. Δεν ήθελε να φύγει και να χάσει αυτού του είδους την διασκέδαση»
-Σήμερα γίνονται τέτοια γλέντια;
-«Στα χωριά γίνονται, αλλά στις πόλεις και σε μεγάλης χωριτικότητας κέντρα διασκέδασης, δεν νομίζω, ότι μπορεί να γίνει. Είναι αυτό που λέγεται «αλά σούπερ-μάρκετ διασκέδαση». Καμιά σχέση με την παρεΐστικη διασκέδαση».
-Η γνώμη σου για την κρητική μουσική του σήμερα;
-Υπάρχουν καλά «παικτάκια», νέοι λυράρηδες. Θάλεγα καλά καλοί νέοι λυράρηδες. Όμως αν ο λυράρης από μικρός δεν ζυμωθεί με την παράδοσή μας, δεν ζήσει την παραδοσιακή ατμόσφαιρα του χωριού και δεν διασκεδάσει κυρίως σε χωριά, όπου διατηρείται ακόμη η ομορφιά της παράδοσης, αν δεν παίξει λύρα και λαγούτο στην πλατεία και στα σοκάκια του χωριού, να ζήσει εκείνη την αυθεντική ατμόσφαιρα, θάχει κάποιο έλλειμμα στην πορεία του. Η κρητική μουσική δεν είναι μόνο να ξέρεις καλά το όργανο, τη λύρα, το λαγούτο, το μαντολίνο, αλλά νάχεις μέσα σου κι εμπειρίες της αληθινής, της αυθεντικής διασκέδασης», όπως γινόταν τον περασμένο αιώνα στα χωριά μας και προπαντός στα ορεινά».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κρητικά Επίκαιρα», τεύχος Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 2014.