ΚΡΗΤΙΚΟ ΜΠΟΥΛΓΑΡΙ

Μπουλγαρί

Το μπουλγαρί είναι τρίχορδο νηκτό ασυγκέραστο όργανο, μέλος της μεγάλης οικογένειας των Ταμπουράδων, με αρχαιότατες καταβολές. Ταμπουράδες σε διάφορα μεγέθη, με διάφορα ονόματα και διάφορους τρόπους κουρδίσματος, συναντούμε από την αρχαιότητα ώς τους βυζαντινούς χρόνους, από την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία ώς τις μέρες μας, σε όλο τον ελλαδικό και βαλκανικό χώρο, την Μικρά Ασία και Εγγύς Ανατολή, από την Αίγυπτο ώς και την Περσία, και έχομε σαφείς αναφορές γι’ αυτό από ιστορικούς, μελετητές και περιηγητές σε όλες τις εποχές και τις ιστορικές περιόδους. Το όνομα του οργάνου ανάγεται στην αρχαία ελληνική του ονομασία «πανδουρίς», προσδιοριστικό κατά βάσιν μονόχορδων οργάνων με μικρό ηχείο και μακρύ βραχίονα, την μετ’ έπειτα «πανδούρα» των Βυζαντινών, κατόπιν παραφθοράς, ή κατ’ άλλους στους Ασσυρίους ή και στους Σουμέριους από το «παν-τουρ», που σημαίνει «μικρό τόξο» στη Σουμεριακή γλώσσα.

Ταμπουράδες συναντάμε με διάφορα ονόματα στη δημοτική μας ποίηση, και μάλιστα συχνότερα από οποιοδήποτε άλλο μουσικό όργανο. Μερικά απ’ αυτά είναι το καραντουζένι, το μπουλγαρί, το γιογγάρι, το τσιβούρι, το μπουζούρι, το πανδούρι και φυσικά ο ταμπουράς.
Τον συναντάμε στο έπος του Διγενή διαφόρων περιοχών σαν παιγνίδι, σαν ταμπούρα, και με το ίδιο όνομα ή ελάχιστα παραλλαγμένο βεβαιώνεται η ύπαρξή του στην Αίγυπτο, στην Βαγδάτη, στην περιοχή της σημερινής Τουρκίας βεβαίως από πολλούς αιώνες.
Είναι, όπως φαίνεται, ένα από τα όργανα που, ενώ πρωτοεμφανίστηκαν στον ελλαδικό χώρο πολλούς αιώνες πριν, πέρασαν στον αραβικό κόσμο και μας επανήλθαν αργότερα με αλλαγμένο όνομα και πολλοί νομίζουμε ότι είναι ανατολίτικα, επειδή έχει ξεχαστεί η αρχαία ελληνική τους καταγωγή. Οι Τούρκοι, καταλαμβάνοντας περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έφεραν μαζί τους και στοιχεία από άλλες περιοχές απ’ όπου πέρασαν ή είχαν κατακτήσει και τα είχαν υιοθετήσει στην πορεία τους από τη Μογγολία ώς εδώ. Με την πτώση δε της Κωνσταντινούπολης δεν υιοθέτησαν μόνο την ημισέληνο, που ήταν σύμβολο της και αργότερα έγινε και σύμβολο των περισσότερων μουσουλμανικών εθνοτήτων, αλλά και άλλα, όπως η θεωρητική και πρακτική μουσική της παράδοση. Ακόμα και σήμερα επιμένουν ότι είναι οι κληρονόμοι και οι συνεχιστές της βυζαντινής μουσικής παράδοσης, και είναι ώς ένα βαθμό, πρέπει να το παραδεχτούμε. Διατηρούν δε και όρους στην μουσική τους ορολογία ώς και σήμερα, που εμείς τους έχομε ξεχάσει, βυζαντινούς, δηλ. ελληνικούς φυσικά, μια και η βυζαντινή μουσική, όπως την εννοούμε, έχει δομηθεί μέσα στους αιώνες με αρχικό υπόβαθρο την αρχαία ελληνική μουσική.
Ταμπουράδες λοιπόν σε διάφορα μεγέθη συναντούμε για πολλούς αιώνες πριν την έλευση των Τούρκων, σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, Αραβία, Μέση Ανατολή, Μικρά Ασία, ελλαδικό και βαλκανικό χώρο, και κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αργότερα αντιλαμβανόμαστε πόσο εύκολη είναι μια «πολιτισμική ανταλλαγή», όπως θα λέγαμε σήμερα, μεταξύ των πληθυσμών μέσα στην αυτοκρατορία, πόσο μάλλον όταν τα ακούσματα δεν απέχουν τόσο πολύ ώστε να μην «καταλαβαίνει» ο ένας την μουσική του άλλου.

Το μπουλγαρί

Δεν γνωρίζουμε αν το μπουλγαρί ήλθε μαζί με τους Τούρκους στην Κρήτη ή αργότερα, στο μέσον της τουρκικής κατοχής, όταν είναι γνωστό ότι τα όργανα της οικογένειας του ταμπουρά παίζονταν σε όλο τον ελλαδικό χώρο, πράγμα που δεν σημαίνει βέβαια πως δεν παίζονταν από πριν. Μπορούμε όμως να πούμε ότι με την Ενετοκρατία η δυτικοευρωπαϊκή επιρροή είχε ως αποτέλεσμα να Το μπουλγαρί του Φουσταλιέρη, Ρέθυμνο 2006υιοθετηθούν δυτικότροπα όργανα στην Κρήτη, κυρίως στις πόλεις βέβαια. Στην ύπαιθρο και στα χωριά δεν ξέρουμε τι γινόταν, μπορούμε όμως να υποθέσουμε ασφαλώς ότι ελάχιστα τα πράγματα είχαν αλλάξει εκεί. Ίσως κάποιου είδους όργανα της οικογένειας του ταμπουρά να είχαν διατηρηθεί εκεί από την βυζαντινή περίοδο, παρ’ ότι δεν είναι εύκολα στην κατασκευή και στην μεταφορά τους, όμως αν σπάσουν είναι από τα λίγα όργανα που μπορούν να κολληθούν και να γίνουν όπως πριν.
Σίγουρο είναι πάντως ότι στην ύστερη Τουρκοκρατία τα μπουλγαριά παίζονταν από Τούρκους, Τουρκοκρητικούς και χριστιανούς. Άλλωστε είναι σχεδόν σίγουρο ότι έπαιζαν τα ίδια σχεδόν πράγματα και τραγουδούσαν με τα ίδια τραγούδια και στις δύο γλώσσες. Ο Μάρκος Καρινιωτάκης, γεννημένος το 1913, θυμόταν Τούρκους να παίζουν και να τραγουδούν στου Αποστολογιάννη το μαγαζί (στης Δυάρας) στα Περιβόλια σαν ήταν παιδί, και ο Στέλιος Φουσταλιεράκης όχι μόνο τους θυμόταν αλλά ήξερε και τραγουδούσε στα τούρκικα κάποια απ’ αυτά.
«Μπουγιούκ» σημαίνει μεγάλος στα τούρκικα, το ίδιο σημαίνει και «μπουζούργκ» και «μποζόργκ» σε άλλες γλώσσες της περιοχής από την Περσία ώς την Αίγυπτο. «Ταμπούρ μπουγιούκ» φανερό τι σημαίνει και, όπως συχνά συμβαίνει, το μπουγιούκ έγινε ουσιαστικό και όνομα του συγκεκριμένου οργάνου, το καθ’ ημάς μπουζούκι.
Έτσι και «ταμπούρ μπουλγκαρί» πάει να πει ταμπουράς «βουλγαρίστικος», και δεν αναφέρεται σαν όρος προσδιοριστικός περιοχής ή εθνικότητας τόσο όσο στο ύφος του ακούσματος, τη φυσιογνωμία του οργάνου, κατά τη γνώμη μου.
Κάποιοι Βούλγαροι μουσικοί πιθανόν να αντικατέστησαν την πάνω χορδή του ταμπουρά με άλλη πιο μπάσα, ίσως επειδή τους ευχαριστούσε περισσότερο κατά την απόδοση της παραδοσιακής τους μουσικής, και αυτό μάλλον άρεσε και σε άλλους, με αποτέλεσμα το μπουλγαρί να διαδοθεί σε όλο τον βαλκανικό χώρο.
Η πάνω μπάσα χορδή του οργάνου συναντάται με την ονομασία βουργάρα ή και μπουργάρα ή και μπουργάνα αλλού και πιθανότατα εκεί οφείλει την ονομασία του.

Μια άλλη πιθανή εκδοχή για την ονομασία της χορδής αυτής, ανεξαρτήτως από το ποιος ή ποιας εθνικότητας ήταν η προέλευσή της, είναι ο βαθύς της ήχος όταν αυτή δονείται ανοικτή, που μπορεί να προσομοιωθεί με «μπουργκ» ή «βουργ» ή «μπουργ», και είναι γνωστές οι διεργασίες της δημιουργίας μιας ενδεικτικής λέξης από κάποιον χαρακτηριστικό ήχο κατά τη γλωσσολογία.
Σε σχετική ερώτησή μου στον αείμνηστο Μανώλη Σταγάκη, γιατί το όργανο αυτό λέγεται μπουλγαρί, η απάντησή του ήταν: εξ αιτίας της ονομασίας της πάνω χορδής αυτής. Το ίδιο έλεγε και ο Αντώνης ο Βογιατζής, αλλά και ο αείμνηστος Μάρκος Καρινιωτάκης, ο πατέρας μου, αν και πιο πολύ μπουζούκι το έλεγαν οι τελευταίοι και όλοι, συμπεριλαμβανομένου και του Στέλιου Φουσταλιεράκη, όταν μιλούσαν για μπουλγαρί, το εννοούσαν σαν μια παραλλαγή του μπουζουκιού και όχι του ταμπουρά, τον οποίο εν πολλοίς αγνοούσαν.

Κατασκευή και κούρδισμα

Οι αναφορές των ερευνητών για τα μουσικά όργανα στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο συγκλίνουν στο ότι το μπουλγαρί, όταν και όπου συναντάται στην υπόλοιπη Ελλάδα (καθώς για την Κρήτη δεν υπάρχουν αναφορές), είναι ένα από τα μικρότερα μέλη της οικογένειας του Ταμπουρά. Όμως τα μπουλγαριά που μας είναι γνωστα εδώ, στην ευρύτερη περιοχή του Ρέθυμνου, έχουν μέγεθος σαν αυτό του τζουρά, όπως το μπουλγαρί του Μπριλάκη στο Σπήλι, έως και μεγαλύτερο από το μπουζούκι, σαν αυτό του Μάρκου Καρινιωτάκη, κατασκευής και τα δύο του Πολιού, του Γιώργη Πολιουδάκη ή Χαλίλη από τα Περιβόλια Ρεθύμνου. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ασφαλώς ότι το μπουλγαρί, τουλάχιστον στην περιοχή του Ρέθυμνου, έχει συχνά μεγαλύτερο μέγεθος απ’ ό,τι θα περιμέναμε, δηλ. μέγεθος ταμπουρά ή και μεγαλύτερο.
Η κατασκευή του απαιτεί γνώση και υπομονή για να γίνει όπως χρειάζεται. Το σκάφος του είναι σκαμμένο σε μονοκόμματο ξύλο, μαύρης μουρνιάς συνήθως, είναι σχεδόν ελλειψοειδούς σχήματος στην περιοχή του καπακιού και οξύνεται καθώς βαθαίνει, με τις παρειές να συγκλίνουν, σε μικρότερο βάθος όμως απ’ όσο στο σάζι. Το καπάκι λεπτό, από κατράνι, όπως λένε το ξύλο αυτό. Το κατράνι είναι ξύλο κέδρου του Λιβάνου εκατοντάδων χρόνων, που τώρα βρίσκεται όλο και πιο σπάνια στα μεσοδόκια και στα ανώφιλια, τις κάσες τις πόρτες και στις σκάλες, των σπιτιών της παλιάς πόλης.

Σαν όλα τα όργανα που ανήκουν στην ομάδα των κλειστών ηχείων, δεν έχει άνοιγμα διαφυγής του ήχου από το καπάκι, δηλαδή από την πλευρά των χορδών. Το άνοιγμα διαφυγής στο μπουλγαρί ευρίσκεται στο πλάι που είναι στραμμένο προς το πρόσωπο του παίκτη. Δεν είναι το άνοιγμά του αντιδιαμετρικά απέναντι από το «μάνικο» (μπράτσο), όπως είναι στο σάζι και στους ταμπουράδες, και δεν γνωρίζω να έχει καταγραφεί αυτό σαν ιδιαιτερότητά του σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του ταμπουρά για τα μπουλγαριά εκτός Κρήτης. Στα μπουλγαριά που αναφέρονται από κάποιους ερευνητές (σε περασμένες εποχές ασφαλώς, καθώς –όπως συμφωνεί και ο φίλος μουσικολόγος Νίκος Διονυσόπουλος– μπουλγαριά στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν υπάρχουν πλέον), είτε στην υπόλοιπη Ελλάδα είτε σε ολόκληρη την Βαλκανική, δεν ξέρω να επισημαίνεται κάτι τέτοιο. Έτσι θεωρούμε ότι μάλλον είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κρητικής εκδοχής του. Σπανίως το πλαϊνό αυτό άνοιγμα συνδυάζεται με μια μικρή οπή στο καπάκι με διάμετρο όχι μεγαλύτερη του ενός εκατοστού. Το «μάνικο», όπως έλεγαν το μπράτσο του με τα διαστήματα, είναι μακρύ, και οι δεσμοί, οι «μπερντέδες», από χαλκόσυρμα, γυριστοί με ένα κόμπο που, όπως έχει αναφέρει σε συζητήσεις μας, ο Ross Daly δεν τον έχει συναντήσει πουθενά παρά μόνο εδώ και στο Αφγανιστάν!
Ο καβαλάρης είναι κινητός και οι χορδές δένονται στο κάτω άκρο του οργάνου.
Οι χορδές είναι τρεις διπλές. Κουρδίζονται κατά πέμπτες, είτε πρώτη – δεύτερη σε διάστημα τετάρτης, δεύτερη – τρίτη σε διάστημα πέμπτης, είτε πρώτη – δεύτερη σε διάστημα πέμπτης, δεύτερη – τρίτη σε διάστημα τετάρτης. Αυτά είναι τα βασικά κουρδίσματα, όμως αναλόγως των τραγουδιών χρησιμοποιούνται πολλά άλλα. Ο Στέλιος Φουσταλιεράκης μιλούσε για 7 η 8 κουρδίσματα, που δυστυχώς δεν πήγα να μου τα δείξει παρά τη μετ’ ευχαριστήσεως διαθεσιμότητά του και τη συγκινητική του προθυμία, καθώς, όταν ήμαστε νέοι, δεν καταλαβαίνουμε ότι και οι θρύλοι έχουν ημερομηνία λήξης και πρέπει να βιαστούμε. Νομίζουμε ότι πάντα θα είναι εκεί όποτε το θελήσουμε, αφού «έχουμε καιρό»!
Οι χορδές είναι ατσάλινες λεπτές και πολύ σπάνιες σήμερα, «καρόλι» Νο 13, μέχρι το 1980 περίπου εύρισκε κανείς. Οι δύο στριφτές στη δεύτερη και την τρίτη δεν είναι δυσεύρετες, καθώς χρησιμοποιούνται και από άλλα όργανα. Όταν είναι κουρδισμένες, δεν είναι πολύ τεντωμένες και επιτρέπουν ποικίλματα και δακτυλισμούς, που καινούργια όργανα δεν επιτρέπουν ή τους συναντάμε σε μουσικές όπως τα μπλούζ, η τζάζ, η ρόκ με την ηλεκτρική κιθάρα ή στις μουσικές των λαών της κεντρικής Ασίας.
Από την αρχή του αιώνα ως και την Γερμανοκατοχή το μπουλγαρί συναντάται στην περιοχή του Ρεθύμνου σαν ο κύριος συνοδός της λύρας μαζί με το μαντολίνο.

Ο χαμός όμως στην Αλβανία του Γιάννη Παπαδάκη ανηψιού του Καρεκλά και του Γιώργη Πολιουδάκη από ατύχημα το 1944, των δύο σπουδαιότερων κατασκευαστών του οργάνου αυτού δηλαδή, μας στέρησε την συνέχεια της γνώσης της κατασκευής του. Πολλοί έκτοτε με περισσό σεβασμό προσπάθησαν να κατασκευάσουν μπουλγαριά, αλλά η ποιότητα του ήχου των παλαιών είναι πολύ δύσκολο να πλησιαστεί.

Την περίοδο του μεσοπολέμου το μπουλγαρί το συναντάμε σαν σόλο όργανο στην δισκογραφία, στα χέρια του Στέλιου Φουσταλιεράκη, με ηχογραφήσεις εξαιρετικής δεξιοτεχνίας, μελωδικής λαμπρότητας, ανεπανάληπτου χρώματος, μουσικής πληρότητας και ωραιότητας, σε συνθέσεις παραδοσιακές ή και πρωτότυπες με την παραδοσιακή τεχνοτροπία και αντίληψη περί ωραίου, με στοιχεία που θυμίζουν ρεμπέτικα ή και μικρασιάτικα παραδοσιακά τραγούδια, χωρίς όμως να εντάσσονται σ’ αυτά ως είδος. Είναι «αστικά» ή καθιστικά τραγούδια, που δημιουργήθηκαν από τις ρεθεμνιώτικες παρέες των μουσικών, με τον Στέλιο Φουσταλιεράκη προεξάρχοντα να προσφέρει την εμπειρία του από την συναναστροφή του στον Πειραιά με τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρεμπέτικου, και από αξιόλογους εκπροσώπους της μικρασιάτικης παράδοσης στο παίξιμο και στο τραγούδι.
Μπορούμε να πούμε ότι τα κρητικά αστικά τραγούδια συνιστούν ένα ιδιαίτερο είδος, που ειδικές συνθήκες δεν του επέτρεψαν να αναπτυχθεί περισσότερο. Οπωσδήποτε δεν είναι «τουρκοκρητικά» τραγούδια (αφού οι Τουρκοκρητικοί που ζουν στην Μικρά Ασία τα αγνοούν). Άλλοι πάλι τα τελευταία χρόνια τα ονομάζουν ταμπαχανιώτικα ή και μπαχανιώτικα. Ο δεύτερος όρος από το αραβικό μπαχάν, κατά τον Παρασκευά Συριανόγλου, πρόεδρο του Συλλόγου Μικρασιατών Ρεθύμνου, που σημαίνει έλεος. Όμως, κατά την γνώμη μου, ο πρώτος όρος είναι αυθαίρετος (βλ. σχετικά σε άλλο κείμενο αυτής της έκδοσής) και ο δεύτερος επίσης, καθώς πάει να εξηγήσει τον πρώτο, παρ’ ό,τι ανταποκρίνεται περισσότερο στο ύφος των τραγουδιών αυτών.
Παρεμπιπτόντως, γι’ αυτούς που επιμένουν να θεωρούν τα τραγούδια αυτά «τούρκικους αμανέδες» ή επηρεασμένα απ’ αυτούς, υπενθυμίζουμε ότι το 1934 ο Κεμάλ Ατατούρκ απαγόρευσε με διάταγμα τους μανέδες, γιατί, όπως αναφέρει, είναι τραγούδια των Γιουνάνηδων (των Ελλήνων). Επίσης υπενθυμίζουμε ότι ο Ηρόδοτος μιλάει για ένα είδος μακρόσυρτων λυπητερών ερωτικών τραγουδιών των Ελλήνων της Καππαδοκίας, που το ονομάζει «Μανέρω».

Το μπουλγαρί και η μουσική μας

Το μπουλγαρί άρχισε να παραγκωνίζεται από το λαγούτο στην συνοδεία της λύρας μεταπολεμικά, όμως δεν ξέρουμε τι επίδραση θα είχε η μη απώλεια του Γιάννη Παπαδάκη και του Πολιού, καθώς ο τελευταίος ήταν και εξαίρετος παίκτης.
Κάποτε, το 1976 – 1977, όταν βρέθηκε το λαγούτο του Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη στο οργανοποιείο του Μανώλη του Σταγάκη για επισκευή (το είχε φέρει η κόρη του –κρεμόταν σε ένα τοίχο όπως το είχε αφήσει από τότε που πέθανε), μου είχε κάνει εντύπωση πόσο λεπτές χορδές είχε και πόσο μαλακό παίξιμο. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι ήταν έτσι γιατί είχε συνηθίσει να παίζει μαζί με μπουλγαρί. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν η παρουσία του μπουλγαριού στην συνοδεία της λύρας να βοηθούσε στην διατήρηση περισσότερο των μη συγκερασμένων διαστημάτων, δηλαδή στην πληρέστερη διατήρηση του βυζαντινού ύφους στην μουσική μας, και την καθυστέρηση της δυτικοποίησης (εξευρωπαϊσμού) της μουσικής μας και του κουρδίσματος των οργάνων με το διαπασών αυστηρά σε Λα!
Η μουσική μας είναι «τροπική μουσική» (βασίζεται σε «τρόπους», «ήχους» όπως λέμε στη βυζαντινή μουσική, δηλαδή μουσικούς δρόμους με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά) με θεωρητικό υπόβαθρο πανάρχαιο, τέτοιο που κάνει όργανα κορυφαία της δυτικής μουσικής να δείχνουν άκαμπτα και άχρωμα, καθώς, ως μαθηματικές κατασκευές που είναι, αποτελούν μέλη της κλασικής ορχήστρας και έχουν κατασκευαστεί με εξαιρετική επιμέλεια, για να αποδίδουν σε συγκεκριμένη τονικότητα, σε καθορισμένη έκταση και με προσδιορισμένο βάθος. Η μουσική μας αποδίδεται πιο ελεύθερα και πιο αυθεντικά από όργανα που αποδίδουν σε μια περιοχή από τονικότητες και με βάθος υψηλών ή χαμηλών τόνων, που κυμαίνονται ανάλογα και όμοια με την φωνή του ανθρώπου. Τέτοια όργανα είναι η λύρα και το μπουλγαρί.

Το μικρό αυτό πόνημα το αφιερώνω στην μητέρα μου Ευαγγελία, στην αγάπη της για την Κρήτη και την μουσική μας, στα ανεκπλήρωτα όνειρα και οράματά της, όπως και στην αγάπη της για την θάλασσα και τα πλοία που φεύγουν από την Κρήτη, απ’ όπου ή ίδια δεν έφυγε ποτέ.
Τις μέρες της συγγραφής του παρόντος έφυγε για το ταξίδι που δεν έχει γυρισμό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *