Παραμονές πρωτοχρονιάς, κοντό και πχιός δε θέλει, να ξαναζούσε στο χωργιό, νά ναι μικιό κοπέλι. Τα χρόνια που βαστούσαμε, τα έθιμα τα ήθη, απού
Παραμονές πρωτοχρονιάς, κοντό και πχιός δε θέλει, να ξαναζούσε στο χωργιό, νά ναι μικιό κοπέλι. Τα χρόνια που βαστούσαμε, τα έθιμα τα ήθη, απού
-Καλημέρα Ελενιά ίντα κάνεις σήμερο ίντα κατσικανταρεύγεις. -Άφησέ με ορνικιά μου και είμαι μπα’ι’ντισμένη μπλιό με τσι δουλειές…. Τα λαγκόνια μου δε ντα γροικώ
Στα μαύρα ντυμένη, εδά και χρόνους. Η μοίρα τσή ‘πεξενε άσκημο παιχνίδι, έχασενε το ν’ άντρα τζη και πόμεινε χήρα, με τρία ορφανά. Βοήθεια
Ελιές μαζώνουνε οι ‘’νέοι’’ απόγονοι τση κληρονομνιάς και τα βρήκανε σκούρα. Ετσά που στρώνει τα μπαγκάλια, μπερδαίνουνε στα τζουγκριά του τράφου και κόντεψε να
Φτωχόσπιτο… Τρείς κάμερες κι ένα παρακούζινο… Η αυλή γεμάτη γλάστρες και γαζοντενέκες με λουλούδια και μνιά δίφορη λεμονιά φορτωμένη ολοχρονίς. Τα κλίματα τση κρεβατίνας
Με το ν’ ένα μ-πόδα μισερωμένο ήτονε, μα εβάστανε τη πατερίτσα και ζάλο, ζάλο τα κατάφερνε. Οντε θελα κατεβεί οθε ντο ποταμό, έπχιανε ργυάκι,
2018 – 2019…τόση φασαρία και τζερτζελές για ένα νούμερο που θα προστεθεί στη (γ)κουντούρα του ημερολογίου αλλά και στη (γ)καμπούρα μας. Σιγά το πράμα
Στις αρχές του ογδόντα, μια παιδική ασθένεια (ιλαρά) είχε στη χώρα μας αρκετά θανατηφόρα περιστατικά. Νοέμβρης ήτονε. Είχα τότε τη δεύτερη κόρη μου, μωρό,
Μισοκακομοίρης, κακοποδομένος και αλητρούητος μνιά ζωή. Πχιάνουνε τα χέργια ντου, καλός ανεπχιαστάρης είναι, μα σάμε εκειά. Δυό τρία χρόνια απού το νε πέψανε στο
Εμπήκε ο μήνας κι έρχουνται, γιορτές τω Χριστουγέννω, κι ο Θιός να γιάνει τσι πληγές, σε κάθε πονεμένο. Κάθε πουλί ζεστή φωλιά να χει,